- τουρβάς
- ο, Νβλ. ντορβάς.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ντορβάς — και ντουρβάς και τορβάς και τουρβάς, ο 1. είδος μικρού σάκου που κρεμιέται με λουρί από τον ώμο, σακίδιο, πήρα («σένα σού πρέπει, αφέντη μου, ντορβάς», δημ. τραγούδι) 2. μικρός σάκος γεμάτος με ζωοτροφή που δένεται κατάλληλα στον λαιμό του ζώου… … Dictionary of Greek
πρέπω — έπρεψα 1. είμαι ωραίος, κομψός, ευπρεπής, φαντάζω: Πόσο έπρεπε μέσα στο πλήθος με την ομορφιά της. 2. αρμόζω, είμαι κατάλληλος: Σένα σου πρέπει, αφέντη μου, τουρβάς και δεκανίκι (ειρωνικό δημ. τραγ.). 3. απρόσ., πρέπει επιβάλλεται, είναι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)